κοσμόπολις

κοσμόπολις
κοσμό-πολις, , a magistrate among the Locrians, Plb.12.16.6 (dat. -πόλιδι), and 9 (acc. -πολιν); at Thasos, IG12(8).386,459; at Lyttus in Crete, CIG2583; at Cibyra, IGRom.4.908; at Miletus, title of the ἀρχιπρύτανις, Milet.1(7).230,231.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κοσμόπολις — κοσμόπολις, όλιδος, ὁ (Α) ονομασία αρχόντων σε διάφορα μέρη τής Ελλάδας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο) * + πόλις, ιδος (< πόλις), πρβλ. δικαιό πολις, ερημό πολις] …   Dictionary of Greek

  • κοσμ(ο)- — (ΑM κοσμ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων τής Ελληνικής που δηλώνει: 1. το σύνολο τών ανθρώπων, την οικουμένη (πρβλ. κοσμοκράτης, κοσμοξακουσμένος): 2. την επίγεια ζωή (πρβλ. κοσμόβιος, κοσμοκαλόγερος) 3. το σύμπαν, το στερέωμα, το διάστημα (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • κοσμόπολη — η μεγάλη πόλη που αποτελεί διεθνές κέντρο. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ., στον λόγιο τ. Κοσμόπολις, μαρτυρείται από το 1875 στον Αν. Περδικάρη, ο οποίος υπονοούσε τη Βιέννη] …   Dictionary of Greek

  • πόλη — Αστικός συνοικισμός, ο οποίος αποτελείται από ένα σύμπλεγμα δημόσιων και ιδιωτικών κτιρίων, τα οποία χωρίζονται ή συνδέονται μεταξύ τους με δρόμους, πάρκα και πλατείες, και που κατοικείται μόνιμα από σημαντικό αριθμό ανθρώπων –που επιδίδονται σε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”